Άλλη μια δημόσια τοποθέτηση με αφορμή την πρόσφατη παραίτηση του να παραιτηθεί, έκανε με ανάρτηση του σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης ο καθηγητής νομικής Κωνσταντίνος Βαθιώτης. Διαβάστε τι αναφέρει:
«Κάποιος φίλος μού έστειλε μήνυμα συμπαράστασης, παροτρύνοντάς με να μείνω στην θέση μου και να εγκαταλείψω ως μουσικός τον Τιτανικό, όταν βουλιάξει και το τελευταίο εκατοστό του, αλλά όχι τώρα, που ακόμα δεν έχει βουλιάξει.
Εμπλουτίζω την απάντηση που του έδωσα, ώστε να καλύψω την αντίστοιχη θέση πολλών φίλων, οι οποίοι ασπάζονται την “θεωρία των μουσικών του Τιτανικού”, αγνοώντας ίσως ότι ποτέ στην ζωή μου δεν συμβιβάστηκα με ό,τι προσβάλλει τις αρχές μου, πόσω μάλλον το Σύνταγμα της Ελλάδος:
Εξελέγην λέκτορας εξελισσόμενος στις επόμενες βαθμίδες για να παραδίδω μαθήματα Ποινικού Δικαίου στο αμφι-θέατρο και όχι για να παίζω θέατρο, μεταλλαγμένος σε όρνιθα εσώκλειστη στο ψηφιακό κοτέτσι που έχει στηθεί εδώ και έναν χρόνο εις τον “ἀγρὸν τοῦ κεραμέως” (Κατά Ματθαίον, κζ΄, 6).
Επίσης το ζητούμενο είναι να αποτραπεί το βούλιαγμα του πλοίου και όχι να το εγκαταλείψω την υστάτη ώρα σαν “φιλοτομαριστής ποντικός”.
Κάποιοι άλλοι φίλοι με επιτιμούν για την απόφασή μου, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το τάχα ζοφερό οικονομικό μέλλον μου. Πέταξα, λένε, έναν μισθό που είναι εξασφαλισμένος “μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει”. Και τώρα τι θα απογίνω, αναρωτιούνται.
Τους απαντώ ότι η ανησυχία τους είναι προσβλητική προς το πρόσωπό μου. Αλίμονο αν το μόνο που ήξερα ή που μπορούσα να κάνω είναι η διδασκαλία. Λυπάμαι μόνο εκείνους που ξέρουν να κάνουν όλα τα υπόλοιπα εκτός από την διδασκαλία.
Για μένα η διδασκαλία δεν ήταν δουλειά, αλλά μεράκι. Αφοσιώθηκα σχεδόν ψυχή τε και σώματι στα διδακτικά και επιστημονικά μου καθήκοντα. Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, μετεβλήθησαν απροόπτως, άρδην και διά παντός οι συνθήκες διδασκαλίας, το μ ε ρ ά κ ι έγινε σ α ρ ά κ ι που κατέτρωγε μέρα τη μέρα τα σωθικά μου. Έκανα υπομονή σε όλο το χειμερινό εξάμηνο, δίνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσα παρά την μεγάλη ψυχική πίεση.
Γι’ αυτό άλλωστε δάκρυσα μπροστά στους φοιτητές μου, τους οποίους έχω αυτόπτες μάρτυρες για το μαρτύριο που βίωνα καθ’ όλο το εξάμηνο. Πόση ελάχιστη ανθρωπιά πρέπει να διαθέτει ο καταγγέλλων “ανένταχτος φοιτητής Νομικής”, ο οποίος, παρότι ήταν παρών στο αποχαιρετιστήριο μάθημα, δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό να στείλει την καταγγελία του στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου “μου”. Αλλά αγνοούσε ότι υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι διαθέτοντες κυνόδοντες. Νόμιζε ότι θα αρχίσω να τρέμω από το κατάπτυστο κείμενό του που τόλμησε να συντάξει υπό την καθοδήγηση του “αόρατου εχθρού” μου. Δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσα να “τινάξω την μπάνκα στον αέρα”. Με πέρασε για ευάλωτο θήραμα που θέλησε να το κατασπαράξει.
Ζούμε στην εποχή της ισοπέδωσης των πάντων. Ζούμε στην εποχή που δεν γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην διαφορά: Όλοι πρέπει να φοράμε μάσκα, τώρα και διπλή, γιατί έτσι γουστάρουν οι “ειδικοί” και οι οσφυοκάμπτες πολιτικοί.
Για τον ίδιο λόγο όλοι πρέπει να κάνουμε το εμβόλιο. Όλοι πρέπει να κλεινόμαστε στα σπίτια μας. Όλοι οι καθηγητές και όλοι οι φοιτητές ή μαθητές πρέπει να συμμετέχουν σε μαθήματα εξ αποστάσεως.
Λες και όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Λες και δεν υπάρχουν ξεχωριστές οντότητες και προσωπικότητες, ξεχωριστά σώματα και ξεχωριστές ψυχές. Κάποιοι δεν μπορούν να αντέξουν ούτε την μία μάσκα, κάποιοι δεν θέλουν να μπει καμία βελόνα στο σώμα τους, πόσω μάλλον όταν το περιεχόμενό της είναι αμφιβόλου ασφαλείας και αποτελεσματικότητας. Κάποιοι δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια οθόνη για να διδάξουν. Πνίγονται από τον αυτοεξευτελισμό. Χωρίς την κίνηση, χωρίς την φυσική παρουσία, χωρίς την αμεσότητα, χωρίς την ζωντάνια, χωρίς τον αυθορμητισμό, χωρίς το ξέσπασμα σε ομαδικό γέλιο ή χειροκρότημα, νιώθουν σαν άψυχες μηχανές αναπαραγωγής της γνώσης, κοντολογίς: ως ρομπότ.
Από πότε οι κοινωνίες της Δύσης απέκτησαν κινεζικά γονίδια;
Στην νομική επιστήμη υπάρχει ένα νομικό θέσφατο που μέχρι την έλευση του κορωνοϊού ήταν λυδία λίθος του νομικού μας πολιτισμού ως αντικατόπτρισμα της θεμελιώδους λειτουργίας ενός ανθρώπινου οργανισμού: Impossibilium nulla obligatio est ή ultra posse nemo obligatur. Ελληνιστί: Ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα.
Όταν, λοιπόν, η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία προσποιούνται ότι, υπό συνθήκες επιδημίας ή πανδημίας, τέτοια αρχή δεν (πρέπει να) υπάρχει, τότε το κράτος που λειτουργεί τοιουτοτρόπως μεταπίπτει σε κράτος αδίκου, ακριβέστερα: σε ολοκληρωτικό καθεστώς που είναι πρόθυμο να βασανίζει τους πολίτες του. Όταν, μάλιστα, το εν λόγω “καθεστώς” στηρίζεται από την δικαστική εξουσία και τα ΜΜΕ, τότε ο πολίτης θα πρέπει να γνωρίζει ότι βρίσκεται σε θέση ρουά-ματ και ότι ο μόνος τρόπος να μη χάσει την βασίλισσά του είναι να ρίξει την σκακιέρα με τα εναπομείναντα πούλια στο έδαφος, ώστε η παρτίδα να μην τελειώσει ποτέ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στα ομαδικά αθλήματα: Π.χ. όταν ένας διαιτητής έχει αδικήσει κατάφωρα μία ομάδα, ο πρόεδρός της διατάσσει να σβήσουν τα φώτα, ώστε το παιχνίδι να μη τελειώσει ποτέ και η σφαγή της ομάδας του να σταματήσει εκεί.
Είχα, λοιπόν, δικαίωμα και υποχρέωση να φωνάξω το δικό μου “δεν αντέχω άλλο”.
Εκπλήσσομαι που οι υπόλοιποι Έλληνες (απο)δέχθηκαν αγόγγυστα την μετάλλαξή τους σε πλάσματα του ζωικού βασιλείου, τα οποία προώρισται να ζουν πίσω από συρματοπλέγματα.
Εκτός κι αν δεν μεταλλάχθηκαν προς ένα κατώτερο αλλά προς ένα ανώτερο είδος, δηλ. αν έγιναν υπεράνθρωποι.
Συγγνώμη που εγώ δεν το μπόρεσα, υπερασπιζόμενος τον άνθρωπο από αγάπη προς τον συνάνθρωπο και από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό».